Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το ρούβλι

  • 1 рубль

    рубль м το ρούβλι
    * * *
    м
    το ρούβλι

    Русско-греческий словарь > рубль

  • 2 полтинник

    полтинник
    м τό μισό ρούβλι, τά πενήντα καπίκια.

    Русско-новогреческий словарь > полтинник

  • 3 рубль

    рубль
    м τό ρούβλι[ον].

    Русско-новогреческий словарь > рубль

  • 4 целковый

    целковый
    м уст. разг ἕνα ρούβλι.

    Русско-новогреческий словарь > целковый

  • 5 рубль

    [ρούμπλ'] ουσ. α. ρούβλι

    Русско-греческий новый словарь > рубль

  • 6 рубль

    [ρούμπλ'] ουσ. α. ρούβλι

    Русско-греческий новый словарь > рубль

  • 7 рубль

    [ρούμπλ'] ουσ α ρούβλι

    Русско-эллинский словарь > рубль

  • 8 рубль

    [ρούμπλ'] ουσ α ρούβλι

    Русско-эллинский словарь > рубль

  • 9 карбованец

    -нца α. (διαλκ.) ρούβλι.

    Большой русско-греческий словарь > карбованец

  • 10 монета

    θ.
    1. νόμισμα μεταλλικό• μονέδα•

    серебряная монета ασημένιο νόμισμα•

    медная -χάλκινο νόμισμα•

    фальшивая монета κάλπικο νόμισμα•

    чеканить -у κόβω νομίσματα.

    || κέρματα•

    мелкая ή разменная монета τα ψιλά, τα λιανά, -ώματα.

    || χρήματα, λεφτά•

    гони -у δόσε χρήματα, κατέβαινε λεφτά.

    2. το ρούβλι.
    εκφρ.
    отплатить той же -ой – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (ανταποδίδω τα ίσα)•
    принять что за чистую -у – παραδέχομαι (εκλαμβάνω) κάτι σαν αληθινό ή αγαθό.

    Большой русско-греческий словарь > монета

  • 11 наменять

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. (με σημ. ποσοτική).
    1. ανταλλάσσω.
    2. χαλνώ, κάνω ψιλά•

    наменять на рубль мелочи κάνω ένα ρούβλι ψιλά, (λιανά, λιανώματα).

    Большой русско-греческий словарь > наменять

  • 12 неразменный

    επ.
    μη ανταλλάξιμος, που δε χαλιέται, δε γίνεται ψιλά• ακέραιος•

    -ая монета νόμισμα που δε γίνεται ψιλά.

    εκφρ.
    неразменный рубль – (στα παραμύθια) μαγικό ρούβλι που επιστρέφει αχάλαστο (ακέραιο).

    Большой русско-греческий словарь > неразменный

  • 13 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 14 полтинник

    α.
    μισό ρούβλι (50 καπικια).

    Большой русско-греческий словарь > полтинник

  • 15 рублёвка

    θ.
    ρούβλι ασημένιο ή χαρτονόμισμα.

    Большой русско-греческий словарь > рублёвка

  • 16 рубль

    α.
    το ρούβλι•
    εκφρ.
    бить -м – προστιμάρω για παραμέληση εργασίας•
    контроль -м – έλεγχος οικονομικός από πάνω.

    Большой русско-греческий словарь > рубль

  • 17 целковый

    -ого α. ένα ρούβλι.

    Большой русско-греческий словарь > целковый

См. также в других словарях:

  • ρούβλι — και ρούμπλι, το, Ν ρωσική και σοβιετική νομισματική μονάδα, που υποδιαιρείται σε εκατό καπίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. rublj] …   Dictionary of Greek

  • ρούβλι — το (λ. ρωσ.), κύρια νομισματική μονάδα της τσαρικής και της σημερινής Ρωσίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λευκορωσία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ και Α με τη Ρωσία, Ν με την Ουκρανία, Δ με την Πολωνία και ΒΔ με τη Λιθουανία και τη Λετονία.Η Λ., Mπελαρούς στη γλώσσα των κατοίκων της, είναι μια εύφορη, σχεδόν επίπεδη χώρα, λίγο μικρότερη… …   Dictionary of Greek

  • Τατζικιστάν — H δημοκρατία του Tατζικιστάν δημιουργήθηκε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1992. Bρίσκεται στη νοτιοανατολική Kεντρική Aσία και συνορεύει βόρεια και δυτικά με το Oυζμπεκιστάν, βορειοανατολικά με το Kιργιστάν, ανατολικά με την Kίνα και… …   Dictionary of Greek

  • καπίκι — το (λ. ρωσ.) 1. ρωσικό νόμισμα που ισοδυναμεί με το ένα εκατοστό του ρουβλίου: Το ρούβλι έχει εκατό καπίκια. 2. στην πρέφα και σε μερικά χαρτοπαίγνια σημαίνει τη μονάδα κέρδους, δηλ. το αντίτιμο για κάθε πόντο: Κέρδισα χίλια καπίκια στην πρέφα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»